- νεηκονής
- νεηκονής, -ές (Α)νεήκης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + ἀκόνη. Το -η- τού τ. (αντί -ακονής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεηκονής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεηκονῆ — νεηκονής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεηκονής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεηκονής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεηκονές — νεηκονής masc/fem voc sg νεηκονής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek